ΓΕΝΕΘΛΙΑ
Στης θάλασσας το ιερό
γεννήθηκα πριν χρόνια
όταν μιλούσαν με Θεό
της Άνοιξης τ' αηδόνια.
Μέσα σε διάφανα νερά
αλίρρυτος πλανιόμουν
κι ονειρευόμουνα φιλιά
στα ξέφωτα του κόσμου.
Μ΄αρμύρα αρμάτωσα ψυχή
να πολεμώ το χρόνο
κι η θάλασσα μου γύρεψε
δάκρυ να την πληρώνω.
Μεγάλωνα και μάθαινα
στη γλώσσα των κυμάτων
πώς λέγεται ο έρωτας
κι η ρίζα των πραγμάτων.
Κι όταν πια ναυάγησα
σε φθόγγο ερημονήσι
μου έταξε η ομορφιά
να μη με λησμονήσει.
ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ
Πουλί της λιμνοθάλασσας
γιατί σαι λυπημένο;
Γιατί ναι το νερό θολό
είσαι βαλαντωμένο;
Δεντρί της λιμνοθάλασσας
γιατί ήλιο δε κοιτάζεις
και γέρνεις τα κλωνάρια σου
κι αλμύρα δοκιμάζεις;
Βάρκα της λιμνοθάλασσας
πίκρα που χεις μαζέψει
με κύματα περήφανα
που δεν θα ταξιδέψεις.
Κι εσύ μαυροκαρδούλα μου
όλο γιατί στενάζεις;
Βαλτότοπος σαι θάλασσα
και τ' όνειρο βουλιάζεις.