top of page

ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ

Τελευταία μέρα. Στο νησί. Στο να είμαστε μαζί. 
Η βουή του ανέμου. Ο αχός της θάλασσας. Η άμμος. Παντοδύναμη. Κυριαρχική. Αδιαπραγμάτευτη. Το φως, απόλυτος εραστής, την καμπυλώνει, λιώνει την αγωνία της, τρέμει πάνω στο κορμί της, σπαρταράει διάφανος, παραμορφωτικός, ανεξάντλητος.
Η ανάμνηση του έρωτα νωπή. Ζουν ακόμη τα κύτταρα που τη φέρουν. Η μυρωδιά του άλλου. Τα ψιθυρίσματα που ακόμη ηχούν.
Το ξένο κορμί που ενσωματώθηκες. Το πριν που ανασαίνει στο μετά. Και μαζί η επίγνωση του ανεπίστρεπτου.
Ήθελα να σου πω. Αλλά δε μίλησα.
Καθιστοί σιωπηλά, αποκρούαμε τις μύχιες λέξεις. Προδίναμε τις δυνατότητες που το παρόν μας δώριζε.
Παραδομένοι, στην υφέρπουσα θλίψη του απομεσήμερου, ενός καλοκαιριού. Μαντεύοντας της νύχτας τη ματαίωση. 
Η επόμενη μέρα, σαν ξαφνικός θάνατος.
Όταν, στο καφενείο του σταθμού ειπώθηκαν τα λόγια, ήταν οι κοφτερές λάμες των βράχων. Των αργασμένων, από τα κύματα του Λιβυκού.Παράλογα σκληρά σαν τον Ιούλιο.
Επέλαυναν αγριεμένα, αφρίζοντα οργή. Αδικία. Ξενότητα.
Για να σωθώ, βυθίζομαι στην αθωότητα της πρόθεσης. 
Στης καρδιάς το απόθεμα. Στο αυτονόητο των αισθήσεων.
Πόσος γκρεμός τα χείλη σου!
Χίμηξες της Χίμαιρας απόχη.Τα επιχειρήματα βουλιάζουν.
Έωλη η λογική. Γεμάτος ξέρες ο βυθός. Που όσο από πάνω τις κοιτάς, τόσο κρατάνε τη μαυρίλα τους.
Και να που τελειώνει ο καφές.Και η αναμονή του αναπόφευκτου.
Και τα προσχήματα όπου χτίζεται η ανθρώπινη συνθήκη.
Το λεωφορείο έφτασε. Πάνω στην ώρα. Της απώλειας.
Που ενίοτε είναι το αναγκαίο πάτημα, για το καινούριο βήμα.
Και για το νιο του δρόμου το φεγγάρι...
Να μη ξεχάσω, στη βαλίτσα μου, το φυλαχτό που άνθησε, στου Ιουλίου το κάμα.

ΑΙΤΩΛΙΚΟ


Λιμνοθάλασσα. Σε γνώρισα στην ηλικία τη δύσβατη, της εφηβείας. Στο μεταίχμιο, που το κορίτσι αρχίζει να μεταπλάθεται σε γυναίκα. Στον αγώνα δρόμου της ενηλικίωσης. Ή μήπως ήταν κατοστάρι; 
Η τέταρτη μετακόμιση της οικογένειας. Αιτωλικό. Σαν μικρό νησί. Με δυο πέτρινα χέρια απλωμένα, που γαντζώνονται στο έμπα και στο έβγα του, απ’ την στεριά. 
Ένα παλιό διώροφο σπίτι αντίκρυ στη λιμνοθάλασσα. Σε απόσταση ανάσας. Με ένα μπαλκόνι ανυπεράσπιστο, στα πιο καταιγιστικά ηλιοβασιλέματα. Κόκκινα, μαβιά, πορφυρά. Όπως το αίμα που χτυπά στις φλέβες της νεότητας. Ένα υπνοδωμάτιο κοινό που μοιραζόμουν με τη μικρότερη αδελφή. Όπως και λόγια μυστικά και γέλια. Και δάκρυα. Πιο εύκολα τα τελευταία, πιο καταδεκτικά. Έξω έβλεπε τη νηνεμία του νερού και μέσα τρικυμισμένα όνειρα κι αγρύπνιες.
Τι εξαίσια οδυνηρή αντίθεση! Η απόλυτη θαρρείς γαλήνη της περίκλειστης θάλασσας κόντρα σε ταραγμένα ύδατα ψυχής. 
Του σούρουπου η μελαγχολία να διαπερνά το δέρμα πιότερο κι από την υγρασία.
Βόλτα στην περιμετρική, συνήθως μόνη. Όχι ποδήλατο. Μην απομακρύνεσαι. Μακριά απ’ τους αλήτες μηχανόβιους. Ένας, άθελά του σκέφτομαι τώρα, πολύ αυστηρός μπαμπάς. Ένας λυγμός που έστεκε στο λαιμό σαν αγκάθι από ψάρι και δεν κατέβαινε με τίποτα. 
Το νερό ακίνητο. Η θάλασσα που δεν είναι θάλασσα. Εκεί που πάει να σε πάρει, να σε ταξιδέψει, στο ακυρώνει. Απέναντι στεριά, κλειστός ορίζοντας. Το βλέμμα να σκαλώνει, η λαχτάρα να αντιγυρίζει σαν χαστούκι.
Το νερό θολό. Πού η διαύγεια που λυτρώνει, πού ο βυθός που χάνεται απ’ τα μάτια και πού το μπλε που σε ξαναβαπτίζει; 
Πώς γίνεται να πνίγεσαι στο ένα μέτρο; Πώς γίνεται να βουλιάζεις στο στέρεο έδαφος; Αχ λιμνοθάλασσα... 
Μα σ’ αγάπησα τόσο! Χρωμάτισες τα εσωτερικά τοπία με τα πανοραμικά σου δειλινά, αυτά που κάνουν μια φωτογραφία αφόρητα τουριστική. Πότισες της εφηβείας τον κήπο. Την έντυσες με τη χάρη της αλκυόνης, με τις κραυγές απ’ τα γλαρόνια σου, τη μοναξιά των ασπροτσικνιάδων, το πέταγμα των αποδημητικών σου. 
Να. Ένα αποδημητικό πουλί έγινα κι εγώ στη ζωή μου, που δεν θυμάμαι ποια είναι η πατρίδα μου, που δεν ξέρω πώς να ριζώσω, που δεν καταφέρνω ν’ απαλλαγώ απ’ το μελό μου βάλτωμα. Πώς να διαχειριστείς το πλεονάζον συναίσθημα; Αργότερα, στο μάκρος μιας ζωής, θα σε κατηγορούν γι αυτό οι έρωτες. Θα σου προσάπτουν τις αιτίες, ούτε καν τις αφορμές. 
Και η καρδιά αλίστονος για πάντα. 
Κι ο έρωτας ο πρώτος. Το αγόρι από το Μεσολόγγι. Οι δύο λιμνοθάλασσες ενώθηκαν και μέσα μου. Συναντήσεις μέσα στη νύχτα, κρυφά και φοβισμένα, μες τα χαλάσματα του διπλανού σπιτιού. Τώρα που το σκέφτομαι, όταν αρχίζεις τον έρωτα σε χαλάσματα, τι αλήθεια περιμένεις στη συνέχεια; Τότε όμως δεν το ήξερες...
Και ξάφνου μετά από τόσα χρόνια, μια εκδρομή σε φέρνει εδώ ξανά. Με μια φωτογραφική μηχανή στο χέρι και μια χαρμολύπη χτυποκάρδι. Δεν κάθεσαι με τους άλλους για καφέ. Ανάγκη να σαι μόνη. 
Να περπατήσεις ξανά στην περιμετρική.(Χωρίς τους φόβους σου μπαμπά, που πια, πάει καιρός που πέταξες σαν άλλος στρειδοφάγος του άπιαστου. Εξάλλου τώρα έχω τους δικούς μου συντροφιά). 
Να χαζέψεις τη μικρή πολιτεία, να χαθείς στα δρομάκια, να βρεθείς στα δεκάξι σου, να σταθείς έξω απ’ το παλιό σου σπίτι. Ευτυχώς είναι ακόμα εκεί. Μέσα του φυλαγμένος ένας κόσμος ολόκληρος. Αγέραστος. Δίπλα του μπετόν τριώροφο κρύβει το πρώτο σου φιλί και το αδέξιο χάδι. Ας είναι καλά της μνήμης τα συρτάρια. 
Έχεις αργήσει κι οι άλλοι θα σε περιμένουν. Στρέφεις προς το νερό. 
Οι φαλαρίδες πάντα αχόρταγες τσιμπολογούν. Τα βροχοπούλια αλητεύουν. Οι βάρκες, οι γαϊτες, να γλιστρούν σαν από εσωτερική, λες, παρόρμηση. 
Τώρα, μέσα από το φακό της μηχανής σου, τη λιμνοθάλασσα μπορείς να δεις πιο ψύχραιμα. Με άλλο μάτι. Κάτι σου μάθανε τριάντα τόσα χρόνια που περάσαν. 

ΕΚΤΟΣ ΘΕΜΑΤΟΣ

 

Όσο πιο πολύ σε συναντώ κι όσο δεν μου επιτρέπεται να σε ερωτευτώ, τόσο περισσότερο μου αρέσεις.

Μου αρέσει η φωνή σου, καθώς μου απαριθμείς τα ΔΕΝ.

 Ή η σιωπή σου, που μπορεί να είναι το ίδιο.Το βλέμμα σου, που αποφεύγει τα μάτια όταν μου μιλάς. Το γέλιο σου- που δεν είναι συχνό. Των χειλιών σου η τρυφερή απόγνωση. Το χάδι σου- που δεν είναι συχνό. Το σώμα σου όταν παλεύει να χαθεί μέσα μου, να με λιώσει. Να γίνουμε ένα μικροσκοπικό παλλόμενο σύμπαν. Που διαστέλλει την επιθυμία του και συστέλλει την εκπλήρωσή της. 

Και δε με ξαφνιάζει πια το πάγωμα του τέλους περισσότερο από το νoιάξιμο της αρχής.

Σε μαθαίνω, για να μπορέσω να σε ξεχάσω. Όχι. Δεν θα με αφήσω να σε ξαναερωτευτώ. 

Ήδη όμως σε έχω αγαπήσει.

Κλείνω τα μάτια και σε βλέπω. Σου χαμογελώ. Μου χαμογελάς και συ. Αυτό διαλέγω. 

Τέλος τ'ανοίγω. Για να σβηστείς. Να συνεχίσω τη μέρα μου. Και τη ζωή μου.

bottom of page